λανδγράβος

λανδγράβος
και λαντγκράβος ή λαντγράβος, ο
1. τίτλος ευγενείας στη Γερμανία που καθιερώθηκε τον 12ο αιώνα, διατηρήθηκε ώς τον 20ό και παραχωρούνταν σε φεουδάρχες τών οποίων η περιοχή υπαγόταν στον* αυτοκράτορα
2. αξιωματούχος που δίκαζε εν ονόματι τού Γερμανού αυτοκράτορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. landgraf < μσν. άνω γερμ. lantgrāve < μσν. άνω γερμ. lant «χώρα» + μσν. άνω γερμ. grāve «κόμης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαντγράβος — και λαντγκράβος, ο βλ. λανδγράβος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”